σελιδοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σελιδοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σελιδοποιώ
- θα σελιδοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σελιδοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σελιδοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σελιδοποίηση