σελιδοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελιδοποιώ < σελίδα + -ο- + ποιώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /se.li.ðo.piˈo/

Ρήμα[επεξεργασία]

σελιδοποιώ {παθητικό: σελιδοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]