σελιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελιδώνω < σελίδα + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σελιδώνω

  1. άλλη μορφή του σελιδοποιώ
  2. αριθμώ σελίδες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]