σελινόσουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελινόσουπα οι σελινόσουπες
      γενική της σελινόσουπας
    αιτιατική τη σελινόσουπα τις σελινόσουπες
     κλητική σελινόσουπα σελινόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελινόσουπα < σέλιν(ο) + -ό- + -σουπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σελινόσουπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]