Μετάβαση στο περιεχόμενο

σεμιζιέ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σεμιζιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chemisier[1] < chemis(e) + -ier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /se.mizˈʝe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεμιζιέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σεμιζιέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]