σεμιναριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεμιναριακά < σεμιναριακ(ός) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.mi.na.ɾi.aˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
σεμιναριακά
- με σεμιναριακό τρόπο, με σεμινάρια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σεμινάριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεμιναριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σεμιναριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σεμιναριακός