σεμνολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεμνολογία < ελληνιστική κοινή σεμνολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεμνολογία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του σεμνολόγου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεμνολογία
|