σεμνύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεμνύνομαι < αρχαία ελληνική σεμνύνομαι, παθητική φωνή του ρήματος σεμνύνω < σεμνός
Ρήμα[επεξεργασία]
σεμνύνομαι, παρατ.: σεμνυνόμουν, ο αόριστος σεμνύνθηκα πολύ σπάνιος
- (λόγιο) είμαι υπερήφανος για κάτι που αξίζει να με κάνει υπερήφανο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεμνύνομαι
|