σενίλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σενίλ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σενίλ ουδέτερο άκλιτο
- απαλό ύφασμα με όγκο, μονόχρωμο, συχνά με σχέδια, χρησιμοποιείται σε υφάσματα για χαλιά, μπουρνούζια, πετσέτες μπάνιου, κουρτίνες και κασκόλ