σενεγαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σενεγαλικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Σενεγάλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σενεγαλικός
|
σενεγαλικός, -ή, -ό
|