σεντέφι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεντέφι | τα | σεντέφια |
γενική | του | σεντεφιού | των | σεντεφιών |
αιτιατική | το | σεντέφι | τα | σεντέφια |
κλητική | σεντέφι | σεντέφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεντέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sedef < αραβική صدف (ṣadaf)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεντέφι ουδέτερο
- σκληρό, λευκό και ιριδίζον υλικό, που καλύπτει την εσωτερική πλευρά θαλασσινών οστράκων, και το οποίο χρησιμοποιούμε ως διακοσμητικό υλικό
- ※ Να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά, / και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις, / σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους, / και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, / όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Ιθάκη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- φίλντισι (ελεφαντόδοντο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)