σεντέφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεντέφι τα σεντέφια
      γενική του σεντεφιού των σεντεφιών
    αιτιατική το σεντέφι τα σεντέφια
     κλητική σεντέφι σεντέφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεντέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sedef < αραβική صدف (ṣadaf)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεντέφι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]