σεντονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεντονιάζω < ελληνιστική κοινή σινδονιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σεντονιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σεντόνιασμα
- → δείτε τη λέξη σεντόνι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σεντονιάζω | σεντόνιαζα | θα σεντονιάζω | να σεντονιάζω | σεντονιάζοντας | |
β' ενικ. | σεντονιάζεις | σεντόνιαζες | θα σεντονιάζεις | να σεντονιάζεις | σεντόνιαζε | |
γ' ενικ. | σεντονιάζει | σεντόνιαζε | θα σεντονιάζει | να σεντονιάζει | ||
α' πληθ. | σεντονιάζουμε | σεντονιάζαμε | θα σεντονιάζουμε | να σεντονιάζουμε | ||
β' πληθ. | σεντονιάζετε | σεντονιάζατε | θα σεντονιάζετε | να σεντονιάζετε | σεντονιάζετε | |
γ' πληθ. | σεντονιάζουν(ε) | σεντόνιαζαν σεντονιάζαν(ε) |
θα σεντονιάζουν(ε) | να σεντονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σεντόνιασα | θα σεντονιάσω | να σεντονιάσω | σεντονιάσει | ||
β' ενικ. | σεντόνιασες | θα σεντονιάσεις | να σεντονιάσεις | σεντόνιασε | ||
γ' ενικ. | σεντόνιασε | θα σεντονιάσει | να σεντονιάσει | |||
α' πληθ. | σεντονιάσαμε | θα σεντονιάσουμε | να σεντονιάσουμε | |||
β' πληθ. | σεντονιάσατε | θα σεντονιάσετε | να σεντονιάσετε | σεντονιάστε | ||
γ' πληθ. | σεντόνιασαν σεντονιάσαν(ε) |
θα σεντονιάσουν(ε) | να σεντονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σεντονιάσει | είχα σεντονιάσει | θα έχω σεντονιάσει | να έχω σεντονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σεντονιάσει | είχες σεντονιάσει | θα έχεις σεντονιάσει | να έχεις σεντονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σεντονιάσει | είχε σεντονιάσει | θα έχει σεντονιάσει | να έχει σεντονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σεντονιάσει | είχαμε σεντονιάσει | θα έχουμε σεντονιάσει | να έχουμε σεντονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σεντονιάσει | είχατε σεντονιάσει | θα έχετε σεντονιάσει | να έχετε σεντονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σεντονιάσει | είχαν σεντονιάσει | θα έχουν σεντονιάσει | να έχουν σεντονιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεντονιάζω
|