σεντονόπανο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεντονόπανο τα σεντονόπανα
      γενική του σεντονόπανου των σεντονόπανων
    αιτιατική το σεντονόπανο τα σεντονόπανα
     κλητική σεντονόπανο σεντονόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεντονόπανο < σεντόνι + πανί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεντονόπανο ουδέτερο

  • ύφασμα που είναι κατάλληλο για σεντόνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]