σεξισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεξισμός | οι | σεξισμοί |
γενική | του | σεξισμού | των | σεξισμών |
αιτιατική | τον | σεξισμό | τους | σεξισμούς |
κλητική | σεξισμέ | σεξισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεξισμός αρσενικό
- οι διακρίσεις και η προκατάληψη που βασίζονται στο φύλο