σεξισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σεξισμός | οι | σεξισμοί |
| γενική | του | σεξισμού | των | σεξισμών |
| αιτιατική | τον | σεξισμό | τους | σεξισμούς |
| κλητική | σεξισμέ | σεξισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεξισμός αρσενικό
- οι διακρίσεις και η προκατάληψη που βασίζονται στο φύλο
- ※ Τι είναι, τέλος πάντων, αυτός ο ηλικιακός ρατσισμός; Ο ηλικιακός ρατσισμός ή ηλικισμός (από τον αγγλικό όρο ageism) είναι η προκατάληψη, η διάκριση ή ο εκφοβισμός ατόμων και ομάδων με βάση την ηλικία τους. Ο όρος “ageism” επινοήθηκε το 1969 από τον Αμερικανό ψυχίατρο και γεροντολόγο Ρόμπερτ Μπάτλερ, για να περιγράψει τις διακρίσεις σε βάρος των ηλικιωμένων, με βάση την ορολογία του σεξισμού και του ρατσισμού.
- Πώς βίωσα τον ηλικιακό ρατσισμό, 07-03-2025, @simerini.sigmalive.com, συντάκτρια: Ζήνα Λυσσάνδρου Παναγίδη, ημερομηνία ανάκτησης: 14-07-2025.
- ※ Τι είναι, τέλος πάντων, αυτός ο ηλικιακός ρατσισμός; Ο ηλικιακός ρατσισμός ή ηλικισμός (από τον αγγλικό όρο ageism) είναι η προκατάληψη, η διάκριση ή ο εκφοβισμός ατόμων και ομάδων με βάση την ηλικία τους. Ο όρος “ageism” επινοήθηκε το 1969 από τον Αμερικανό ψυχίατρο και γεροντολόγο Ρόμπερτ Μπάτλερ, για να περιγράψει τις διακρίσεις σε βάρος των ηλικιωμένων, με βάση την ορολογία του σεξισμού και του ρατσισμού.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)