σεξομανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξομανία οι σεξομανίες
      γενική της σεξομανίας των σεξομανιών
    αιτιατική τη σεξομανία τις σεξομανίες
     κλητική σεξομανία σεξομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεξομανία < σεξ + -ο- + -μανία / σεξομαν(ής) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεξομανία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]