σεξυπνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξυπνία οι σεξυπνίες
      γενική της σεξυπνίας των σεξυπνιών
    αιτιατική τη σεξυπνία τις σεξυπνίες
     κλητική σεξυπνία σεξυπνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεξυπνία < σεξ + ύπνος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sexsomnia)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεξυπνία θηλυκό

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]