σεπαρέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεπαρέ < γαλλική séparé

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεπαρέ ουδέτερο άκλιτο

  • απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]