σεράγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεράγι < Από το βενετσιάνικο Seraglio = περιτειχισμένος χώρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεράγι ουδέτερο