σερέτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερέτικος η σερέτικη το σερέτικο
      γενική του σερέτικου της σερέτικης του σερέτικου
    αιτιατική τον σερέτικο τη σερέτικη το σερέτικο
     κλητική σερέτικε σερέτικη σερέτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερέτικοι οι σερέτικες τα σερέτικα
      γενική των σερέτικων των σερέτικων των σερέτικων
    αιτιατική τους σερέτικους τις σερέτικες τα σερέτικα
     κλητική σερέτικοι σερέτικες σερέτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερέτικος < σερέτης + -ικος < τουρκική şirret < αραβική شر (sharrat)

Επίθετο[επεξεργασία]

σερέτικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]