σερβιτόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερβιτόρος οι σερβιτόροι
      γενική του σερβιτόρου των σερβιτόρων
    αιτιατική τον σερβιτόρο τους σερβιτόρους
     κλητική σερβιτόρε σερβιτόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερβιτόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική servitore
Σερβιτόρος παίρνει παραγγελία από πελάτες.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερβιτόρος αρσενικό, (θηλυκό σερβιτόρα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]