σερβιτόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερβιτόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική servitore
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερβιτόρος αρσενικό, (θηλυκό σερβιτόρα)
σερβιτόρος αρσενικό, (θηλυκό σερβιτόρα)