σερβιτόρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σερβιτόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική servitore

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σερβιτόρος αρσενικό, (θηλυκό σερβιτόρα)
σερβιτόρος αρσενικό, (θηλυκό σερβιτόρα)