σερνάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερνάμενος < σέρνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
σερνάμενος, -η, -ο
- που σέρνεται, που προχωράει με δυσκολία, με πολύ κόπο
- έπεσε να κοιμηθεί, σερνάμενος από την κούραση