σερπαντίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερπαντίνα οι σερπαντίνες
      γενική της σερπαντίνας των σερπαντινών
    αιτιατική τη σερπαντίνα τις σερπαντίνες
     κλητική σερπαντίνα σερπαντίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερπαντίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική serpantin[1] < λατινική serpantinus
Δίχρωμη σερπαντίνα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερπαντίνα θηλυκό

  • λεπτή χάρτινη κορδέλα τυλιγμένη σε καρούλι και ξετυλίγεται με φύσημα. Χρησιμοποιείται μαζί με τα κομφετί

την Αποκριά.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]