σερπετάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερπετάδα οι σερπετάδες
      γενική της σερπετάδας των σερπετάδων
    αιτιατική τη σερπετάδα τις σερπετάδες
     κλητική σερπετάδα σερπετάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερπετάδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερπετάδα θηλυκό

  1. ζωηράδα
    ※  Πού να το φανταστεί η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλιές, να πειράξει τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φαν­ταστεί πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που το ’χει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλιο! Κοί­ταζε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμει βα­σίλισσά του! (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου/δ, 1897)
  2. ευστροφία
    ※  Από την άλλη μεριά , κι ο γέρο - δάσκαλος είχε να κάνει με τη σερπετάδα του μυαλού της. Είναι η αλήθεια πώς μέσα στην παράδοση, πολλές φορές το μοναδικό παιδί που ήταν αφοσιωμένο στο μάθημα ήταν η Σμαραγδή (Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η γοργόνα, 1955, σελ. 172)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]