σερσένι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερσένι τα σερσένια
      γενική του σερσενιού των σερσενιών
    αιτιατική το σερσένι τα σερσένια
     κλητική σερσένι σερσένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σερσένι, γνωστό επίσης ως αγροκούμπανος, γκρέθι ή σκούρκος.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερσένι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seɾˈse.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερ‐σέ‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερσένι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)