σερσερής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερσερής αρσενικό (η γυναίκα: σερσερού)
- (ιδιωματικό) ο αλήτης για τους Κωνσταντινουπολίτες
- Είναι σερσερής, ξενυχτάει, πίνει, δεν σέβεται κανένα, μιλάει άσχημα σε όλους, βρίζει με το παραμικρό, δεν δουλεύει, είναι αμόρφωτος