σερσερής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερσερής οι σερσερήδες
      γενική του σερσερή των σερσερήδων
    αιτιατική τον σερσερή τους σερσερήδες
     κλητική σερσερή σερσερήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερσερής < τουρκική serseri (αλήτης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερσερής αρσενικόγυναίκα: σερσερού)

  • Είναι σερσερής, ξενυχτάει, πίνει, δεν σέβεται κανένα, μιλάει άσχημα σε όλους, βρίζει με το παραμικρό, δεν δουλεύει, είναι αμόρφωτος


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]