σεσουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεσουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική séchoir[1]
ένα σεσουάρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεσουάρ ουδέτερο άκλιτο

  1. συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών που χρησιμοποιείται στα κομμωτήρια και έχει μια μεγάλη κάσκα, κάτω απ' την οποία κάθονται οι πελάτισσες.
  2. φορητή ηλεκτρική συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών.
     συνώνυμα: πιστολάκι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]