σετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σετ < αγγλική set

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σετ ουδέτερο άκλιτο

  1. σύνολο ομοειδών χρηστικών αντικειμένων
    αγόρασα ένα σετ εργαλείων με την εργαλειοθήκη
  2. τμήμα ενός αγώνα βόλεϊ ή τένις που ολοκληρώνεται όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους κερδίσει έναν προκαθορισμένο αριθμό πόντων
    ο αγώνας έληξε με σκορ 3-0 σετ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]