σεφτές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεφτές οι σεφτέδες
      γενική του σεφτέ των σεφτέδων
    αιτιατική τον σεφτέ τους σεφτέδες
     κλητική σεφτέ σεφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική siftah < αραβική إستفتاح (istiftāh)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεφτές αρσενικό

  • Η πρώτη-πρώτη είσπραξη της ημέρας για τους επαγγελματίες.
    Δεν έχω κάνει ακόμα σεφτέ!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]