σεφταλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σεφταλιά | οι | σεφταλιές |
γενική | της | σεφταλιάς | των | σεφταλιών |
αιτιατική | τη | σεφταλιά | τις | σεφταλιές |
κλητική | σεφταλιά | σεφταλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεφταλιά < σκεπταλιά < σκεπή (μπόλια αρνιού) η προφορά του "π" ως "φ" διατηρήθηκε
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεφταλιά θηλυκό αλλά και ουδέτερο: το σεφταλί, τα σεφταλιά (μάλλον ορθότερο).
- (κυπριακά) παραδοσιακό κυπριακό φαγητό με βάση κιμά και καρυκεύματα, τυλιγμένο σε αρνίσια μπόλια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)