σηκώνω ατμό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
σηκώνω ατμό
- διοχετεύω περισσότερο ατμό
- (ναυτικός όρος): δυναμώνω την πίεση του ατμού, ενισχύοντας την πυρά στους λέβητες
- (συνεκδοχικά): εξοργίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηκώνω ατμό
|