σημαδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σημαδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σημαδεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]σημαδεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν σημαδέψει
- που έχει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, πχ ουλή
- (μεταφορικά) που η ζωή τού άφησε δυσεπούλωτα ψυχικά τραύματα