σημαιοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σημαιοφόρος οι σημαιοφόροι
      γενική του/της σημαιοφόρου των σημαιοφόρων
    αιτιατική τον/τη σημαιοφόρο τους/τις σημαιοφόρους
     κλητική σημαιοφόρε σημαιοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαιοφόρος < ελληνιστική κοινή σημαιοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σημαί(α) + -ο- + -φόρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.me.oˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ση‐μαι‐ο‐φό‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σημαιοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που κρατάει τη σημαία
  2. (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του ναυτικού, αντίστοιχος του ανθυπολοχαγού του στρατού ξηράς
  3. (μεταφορικά) κήρυκας και πρωτοστάτης ιδεολογίας πολιτικής, κοινωνικής κ.τ.λ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σημαιοφόρος τὸ σημαιοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς σημαιοφόρου τοῦ σημαιοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ σημαιοφόρ τῷ σημαιοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν σημαιοφόρον τὸ σημαιοφόρον
     κλητική ! σημαιοφόρε σημαιοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σημαιοφόροι τὰ σημαιοφόρ
      γενική τῶν σημαιοφόρων τῶν σημαιοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς σημαιοφόροις τοῖς σημαιοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σημαιοφόρους τὰ σημαιοφόρ
     κλητική ! σημαιοφόροι σημαιοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σημαιοφόρω τὼ σημαιοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν σημαιοφόροιν τοῖν σημαιοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημαιοφόρος < σημαί(α) + συνδετικό ένθημα -ο- + -φόρος[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

σημαιοφόρος, -ος, -ον

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]