σημανθησομένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημανθησομένη < σημαίνω

Μετοχή[επεξεργασία]

σημανθησομένη θηλυκό, (αρσενικό σημανθησόμενος, ουδέτερο σημανθησόμενον)

  • μετοχή παθητικού μέλλοντος του ρήματος σημαίνω στην ονομαστική και κλητική πτώση
→ δείτε τη λέξη  σημαίνω