σημασιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σημασιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Semasiologie (δείτε και νεότερη γερμανική λέξη Bedeutungslehre). Ο όρος «σημαντική» (όπως στη γαλλική sémantique ή την αγγλική semantics) δεν επικράτησε στα ελληνικά.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σημασ(ία) + -ο- + -λογία.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.ma.si.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐σι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σημασιολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η μελέτη του φάσματος των σημασιών μιας λέξης
- (μαθηματικά, λογική) ο καθορισμός σχέσεων μεταξύ συμβόλων
- (επιστήμη υπολογιστών) semantics: το νόημα ή η σημασία των όσων εκτελεί ο κώδικας μιάς γλώσσας προγραμματισμού, ακόμη και αν είναι συντακτικά σωστός (λειτουργεί χωρίς λάθη)
- ⮡ Η εντολή:
if (1=2) then εντολή1 else εντολή2
, είναι συντακτικά σωστή αλλά όχι σημασιολογικά γιατί είναι ισοδύναμη με τηνεντολή2
δεδομένου ότι η έκφραση1 = 2
είναι πάντα ψευδής (false)
- ⮡ Η εντολή:
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημασιολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Επιστήμη υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)