σηματογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηματογράφος οι σηματογράφοι
      γενική του σηματογράφου των σηματογράφων
    αιτιατική τον σηματογράφο τους σηματογράφους
     κλητική σηματογράφε σηματογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηματογράφος < σηματο- + -γράφος [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σηματογράφος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]