σηματοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηματοδοτώ < σηματο- + -δοτώ (< δίδω)

Ρήμα[επεξεργασία]

σηματοδοτώ

  1. τοποθετώ σηματοδότες για την ρύθμιση της κυκλοφορίας των οχημάτων, πεζών, τρένων
  2. μεταδίδω σήματα
  3. (μτφ) φανερώνω οτι κάτι θα συμβεί
    Η πτώση του Χρηματιστηρίου Αξιών θα σηματοδοτήσει τις εξελίξεις στην οικονομία.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]