σηματοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ma.toˈðo.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σηματοδότης αρσενικό
- ηλεκτρονική συσκευή η οποία ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων, πεζών, τρένων κ.λπ. με τη μετάδοση φωτεινών σημάτων
- (γενικότερα) αυτός που μεταδίδει σήματα
- (επάγγελμα) εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους με καθήκοντα τη ρύθμιση της κυκλοφορίας