σημείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σημείο | τα | σημεία |
γενική | του | σημείου | των | σημείων |
αιτιατική | το | σημείο | τα | σημεία |
κλητική | σημείο | σημεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σημεῖον| < σῆμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημείο ουδέτερο
- μια συγκεκριμένη θέση στο χώρο ή το χρόνο
- το μέρος κειμένου ή λόγου
- ↪ το αναφέρεις/γράφεις/λες σε τρία διαφορετικά σημεία
- το σχήμα, το σύμβολο, η γραφική παράσταση
- ↪ το σημείο του σταυρού
- ↪ τα σημεία στίξης
- (φυσική) το σώμα με απειροελάχιστες ή μηδενικές διαστάσεις που αντιπροσωπεύει ένα ιδανικό αντικείμενο (αλλά μη υπαρκτό στην πραγματικότητα)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- διασκορπισμένο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: διασκορπισμένο παντού
- νικώ στα σημεία: νικώ βάσει απόφασης κριτών όταν ο αγώνας έχει λήξει ισόπαλος
- υπερέχω στα σημεία: (μεταφορικά) υπερέχω εξαιτίας μικρών λεπτομερειών ή κριτηρίων δευτερεύουσας σημασίας
- σημεία των καιρών: φαινόμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζουν γενικότερα μια εποχή
- σημείο αναφοράς: κάτι που αποτελεί επίτευγμα, μέτρο σύγκρισης ή παράδειγμα προς μίμιση
- τρωτό/αδύνατο/ευάλωτο σημείο: αδυναμία, κάτι ή κάποιο χαρακτηριστικό που κάνει το όλο ευπρόσβλητο, (μεταφορικά) ελάττωμα (χαρακτήρα), ατέλεια, χαρακτηριστικό που κάνει κάτι ή κάποιο να υπολείπεται των άλλων
- η υπερβολική προσκόλλησή τους στην ποιότητα ήταν το μοναδικό τρωτό τους σημείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)