σημείο αναφοράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]σημείο αναφοράς
- κάποιος ή κάτι στο οποίο ανατρέχουμε όταν θέλουμε την πρωταρχική, επικρατέστερη ή πλέον εμπεριστατωμένη άποψη για ένα θέμα
- μέτρο σύγκρισης
- οι ΗΠΑ είναι το σημείο αναφοράς για όλους τους οικονομολόγους
- (κατ’ επέκταση) γεγονός που αναφέρεται ως μέτρο σύγκρισης (για παρόμοια γεγονότα)
- η δίκη της Νυρεμβέργης είναι το κατεξοχήν σημείο αναφοράς για όλες τις κατοπινές δίκες εγκληματιών πολέμου
- συγκεκριμένο σημείο στο χώρο που ορίζεται ως βάση για την μέτρηση και τον προσδιορισμό της θέσης άλλων σημείων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημείο αναφοράς