σημειωτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημειωτέος < ελληνιστική κοινή σημειωτέος < σημειόω / σημειῶ < αρχαία ελληνική σημεῖον
Επίθετο[επεξεργασία]
σημειωτέος, -α, -ο
- που πρέπει να σημειωθεί, που πρέπει να τον σημειώσουμε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σημειωτέον
- → δείτε τις λέξεις σημειώνω και σημείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)