σηστέρτιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηστέρτιος οι σηστέρτιοι
      γενική του σηστέρτιου
σηστερτίου
των σηστέρτιων
σηστερτίων
    αιτιατική τον σηστέρτιο τους σηστέρτιους
σηστερτίους
     κλητική σηστέρτιε σηστέρτιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηστέρτιος < ελληνιστική κοινή σηστέρτιος / σεστέρτιος < λατινική sestertius < semis + tertius

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σηστέρτιος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]