σηψιγόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σηψιγόνος η σηψιγόνος
σηψιγόνα
το σηψιγόνο
      γενική του σηψιγόνου της σηψιγόνου
σηψιγόνας
του σηψιγόνου
    αιτιατική τον σηψιγόνο τη σηψιγόνο
σηψιγόνα
το σηψιγόνο
     κλητική σηψιγόνε σηψιγόνε
σηψιγόνα
σηψιγόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σηψιγόνοι οι σηψιγόνοι
σηψιγόνες
τα σηψιγόνα
      γενική των σηψιγόνων των σηψιγόνων των σηψιγόνων
    αιτιατική τους σηψιγόνους τις σηψιγόνους
σηψιγόνες
τα σηψιγόνα
     κλητική σηψιγόνοι σηψιγόνοι
σηψιγόνες
σηψιγόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηψιγόνος < σῆψι(ς) (σήψη) + -γόνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

σηψιγόνος

  • που προκαλεί σήψη
    ※  Η διαβρωτική και ενδεχομένως σηψιγόνος επίδρασή της στους κοινωνικούς δεσμούς θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να τροποποιήσει τη λειτουργία της ίδιας της ελευθερίας. (Πολυμενέα, Ειρήνη Χρ. Βιοτρομοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, Μεταπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Διπλωματούχου Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 2014, σελ. 76 pdf)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]