σιγά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγά < αρχαία ελληνική σιγῆ

Επίρρημα[επεξεργασία]

σιγά

  1. αργά, με μικρή ταχύτητα
  2. σιγανά, χωρίς να ακούγεται δυνατός ήχος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • σιγά σιγά
  • σιγά τον πολυέλαιο (ή τα αυγά ή τα λάχανα ή μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]