σιγά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιγά < αρχαία ελληνική σιγῆ
Επίρρημα[επεξεργασία]
σιγά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σιγά σιγά
- σιγά τον πολυέλαιο (ή τα αυγά ή τα λάχανα ή μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αργά, με μικρή ταχύτητα