Μετάβαση στο περιεχόμενο

σιγάρον

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιγάρον (μαρτυρείται από το 1871) [1] <  και δείτε τη λέξη τσιγάρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιγάρον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 903, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου