σιγαλόφωνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιγαλόφωνα < σιγαλόφωνος + -α < αρχαία ελληνική σιγαλός (δωρικός τύπος του σιγηλός) + φωνή
Επίρρημα[επεξεργασία]
σιγαλόφωνα
- με σιγαλόφωνο τρόπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιγαλόφωνα
|