σιγανοψιχάλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιγανοψιχάλισμα ουδέτερο
- ήπιο ψιχάλισμα
- Σιγανοψιχάλισμα, σιγανοψιχάλισμα, / δάκρυ δάκρυ πέφτουνε της βροχής οι στάλες. / Πού να είσαι, χάθηκες, να με σκάσεις βάλθηκες, / έχω λίγες συμφορές, θα μου φέρεις κι άλλες, / με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες. (Από τραγούδι σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιγανοψιχάλισμα
|