σιγαρετοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιγαρετοβιομηχανία < σιγαρέτο + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιγαρετοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία κατασκευής τσιγάρων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιγαρετοβιομηχανία
|