σιγαστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιγαστήρας οι σιγαστήρες
      γενική του σιγαστήρα των σιγαστήρων
    αιτιατική τον σιγαστήρα τους σιγαστήρες
     κλητική σιγαστήρα σιγαστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγαστήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σιγαστήρ < αρχαία ελληνική σιγάζω, σιγασ- + -τήρ > -τήρας από την αιτιατική ενικού «τὸν σιγαστῆρα»· μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική silencieux[1] (→ δείτε και σιλανσιέ) ή από την αγγλική silencer[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ɣaˈsti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐γα‐στή‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιγαστήρας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σιγαστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας