σιγματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιγματισμός οι σιγματισμοί
      γενική του σιγματισμού των σιγματισμών
    αιτιατική τον σιγματισμό τους σιγματισμούς
     κλητική σιγματισμέ σιγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιγματισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sigmatism < αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɣ.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγ‐μα‐τι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιγματισμός αρσενικό

  • (ιατρική) η δυσκολία προφοράς του φθόγγου σίγμα σωστά, λόγω αυτής της διαταραχής που εμποδίζει την άρθρωση του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)