σιγμοειδές
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιγμοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σιγμοειδής < ελληνιστική κοινή σιγμοειδής < αρχαία ελληνική σίγμα + -ειδής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sigmoid)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siɣ.mo.iˈðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σιγ‐μο‐ει‐δές
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιγμοειδές ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αιλουροειδές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)